- καρτεροψυχία
- η (Α καρτεροψυχία) [καρτερόψυχος]η γενναιότητα, η ευψυχία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καρτεροψυχίας — καρτεροψυχίᾱς , καρτεροψυχία strength of spirit fem acc pl καρτεροψυχίᾱς , καρτεροψυχία strength of spirit fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρτεροψυχίαν — καρτεροψυχίᾱν , καρτεροψυχία strength of spirit fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρατεροψυχία — και καρτεροψυχία, η [κρατερόψυχος] γενναιότητα, ευψυχία … Dictionary of Greek